-
1 ανταρσία
ἀνταρσίᾱ, ἀνταρσίαinsurrection: fem nom /voc /acc dualἀνταρσίᾱ, ἀνταρσίαinsurrection: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀνταρσία
ἀνταρσίᾱ, ἀνταρσίαinsurrection: fem nom /voc /acc dualἀνταρσίᾱ, ἀνταρσίαinsurrection: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ανταρσία
η1) мятеж, бунт, восстание; 2) партизанское движение; 3) неповиновение; партизанщина -
4 ἀνταρσία
ἀντ-αρσία, ἡ,A insurrection, Lyd.Ost.33, Cat.Cod.Astr.7.171.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνταρσία
-
5 ανταρσία
başkaldırma, ayaklanma -
6 ανταρσία
1) mutinerie2) rébellion -
7 asilik
ανταρσία, ατιείθεια -
8 mutinerie
ανταρσία -
9 rébellion
ανταρσία -
10 ανταρσίας
ἀνταρσίᾱς, ἀνταρσίαinsurrection: fem acc plἀνταρσίᾱς, ἀνταρσίαinsurrection: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ἀνταρσίας
ἀνταρσίᾱς, ἀνταρσίαinsurrection: fem acc plἀνταρσίᾱς, ἀνταρσίαinsurrection: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 мятеж
-
13 ανταρσίαν
-
14 ἀνταρσίαν
-
15 бунт
бунтм ἡ ἀνταρσία, ἡ στάση [-ις], ἡ ἐξέγερση [-ις]. -
16 бунтарство
бунт||а́рствос ἡ ἀνταρσία, ἡ ἐξέγερση [-ις], ἡ ἀνυποταγής. -
17 возмущение
возмущ||ениес1. (негодование) ἡ ἀγανάκτηση [-ις]:прийти в \возмущение ἀγανακτὤ2. (мятеж) уст. ἡ ἐξέγερση [-ις], ἡ στάση[-ις], ἡ ἀνταρσία·3. астр. ἡ διαταραχή, ἡ σύγχυση [-ις]. -
18 восстание
восстаниес ἡ ἐξέγερση [-ις], ἡ ἐπανάσταση [-ις], ἡ ἀνταρσία, ἡ στάση [-ις]:вооруженное \восстание ἡ Ενοπλη ἐξέγερση· революционное \восстание ἡ ἐπαναστατική ἐξέγερση. -
19 крамола
крамо́л||аж уст. ἡ ἀνταρσία, ἡ στάση[-ΐζ]> ἡ συνωμοσία. -
20 мятеж
мятежм ἡ στάση [-ις], ἡ ἐξέργεση [-ις], ἡ ἀνταρσία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνταρσία — ἀνταρσίᾱ , ἀνταρσία insurrection fem nom/voc/acc dual ἀνταρσίᾱ , ἀνταρσία insurrection fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανταρσία — η (Μ ἀνταρσία) [ανταίρω] ανυποταξία, στάση νεοελλ. ανυπακοή, απειθαρχία … Dictionary of Greek
ανταρσία — η ξεσήκωμα με τα όπλα εναντίον της εξουσίας, των νόμιμων αρχών: Σε ορισμένη στρατιωτική μονάδα εκδηλώθηκε ανταρσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνταρσίας — ἀνταρσίᾱς , ἀνταρσία insurrection fem acc pl ἀνταρσίᾱς , ἀνταρσία insurrection fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταρσίαν — ἀνταρσίᾱν , ἀνταρσία insurrection fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταρσίαις — ἀνταρσία insurrection fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Regionalwahlen in Griechenland 2010 — Mit der Umsetzung des Kallikratis Programms wurde für die dreizehn griechischen Regionen die Selbstverwaltung ab dem 1. Januar 2011 eingeführt. Die ersten griechischen Regionalwahlen fanden am 7. und 14. November 2010 statt. Zu wählen waren die… … Deutsch Wikipedia
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
σκλήρος — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
Αρταξέρξης — Όνομα τεσσάρων βασιλιάδων της Περσίας. 1. Α. Α’ ο Μακρόχειρ (; – 425 π.Χ.). Βασιλιάς της Περσίας (464 425). Ήτανγιος του Ξέρξη Α’. Μετριοπαθής και δίκαιος, αντιμετώπισε με επιτυχία εσωτερικές αντιδράσεις και επαναστάσεις περιοχών (της Βακτριανής … Dictionary of Greek